κωδωνοφαλαρόπωλος

κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνο-φᾰλᾰρόπωλος, ον,
A with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωδωνοφαλαρόπωλος — κωδωνοφαλαρόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοφαλαροπώλους — κωδωνοφαλαρόπωλος with jingling harness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”